- λεωφορειούχος
- ο [λεωφορείο]ο ιδιοκτήτης λεωφορείου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεωφορειούχος — ο ο ιδιοκτήτης του λεωφορείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)